σφυγμῶν

σφυγμῶν
σφυγμός
throbbing of inflamed parts
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σφυγμομαχώ — έω, Μ (σκωπτικά) μάχομαι κατά τών σφυγμών, προσπαθώ να ελαττώσω την παθολογική συχνότητα τών σφυγμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + μαχῶ (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. πυργο μαχώ] …   Dictionary of Greek

  • Rufus — (der Rothe), I. Familienname mehrer römischen Geschlechter; a) aus der Minucia gens: 1) Marcus Minucius R., war 221 v. Chr. Consul u. 217 Magister equitum des Dictators O. Fabius Maximus im Feldzug gegen Hannibal. Der Kriegsplan des vorsichtigen… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • εμμηνορρυσία — Φυσιολογική περιοδική λειτουργία της γυναίκας, που παρατηρείται κατά την περίοδο της γεννητικής της δραστηριότητας, από την ήβη έως την εμμηνόπαυση, όταν δεν υπάρχει κύηση. Το κύριο εξωτερικό σύμπτωμα είναι η ροή άπηκτου αίματος μαζί με στοιχεία… …   Dictionary of Greek

  • σφυγμογράφημα — το, Ν η καταγραφή τών σφυγμών με τη βοήθεια τού σφυγμογράφου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sphygmogramme < sphygmo (< σφυγμός) + gramme, το οποίο αποδόθηκε στην Ελληνική με το γράφημα] …   Dictionary of Greek

  • σφυγμομέτρηση — Μια από τις βασικές μεθόδους της πρακτικής κοινωνικής έρευνας. Είναι γνωστή και με την ονομασία γκάλοπ. Εφαρμόζεται σε κοινωνικές, κοινωνικοψυχολογικές, δημογραφικές κ.ά. έρευνες. Κατά τη σ. κάθε μέλος της ομάδας που έχει επιλεχθεί για την έρευνα …   Dictionary of Greek

  • σφυγμομετρώ — Ν 1. μετρώ τη συχνότητα τών σφυγμών τής καρδιάς 2. μτφ. α) προσπαθώ να εξιχνιάσω τις διαθέσεις, προθέσεις ή τα αισθήματα ενός ή περισσότερων ανθρώπων β) κάνω σφυγμομέτρηση τής κοινής γνώμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + μετρώ. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • σφυγμόμετρο — το, Ν όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση τής συχνότητας και τής κανονικότητας τών σφυγμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυγμός + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. σφυγμόμετρον, μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • σφυγμός — ο, ΝΜΑ [σφύζω] ρυθμική συστολή και διαστολή τής καρδιάς που εξασφαλίζει την κυκλοφορία τού αίματος και γίνεται αντιληπτή με ψηλάφιση, ο παλμός (α. «συχνός σφυγμός» β. «τῶν σφυγμῶν ἅψασθαι», Γαλ.) νεοελλ. 1. μτφ. το ευαίσθητο σημείο, η αδυναμία… …   Dictionary of Greek

  • σύστημα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σύσταμα και μτγν. τ. σύστεμα Α [συνίσταμαι] 1. σύνολο στοιχείων, υλικών ή ιδεατών, τού οποίου τα μέλη βρίσκονται σε στενή μεταξύ τους σχέση αλληλεξάρτησης και συναπαρτίζουν ένα οργανωμένο όλον, καθώς και η ολότητα τών σχέσεων …   Dictionary of Greek

  • Αγαθίνος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ολυμπιονίκης, γιος του Αθηναίου στρατηγού Θρασύβουλου. 2. Σπαρτιάτης γιατρός των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Έγραψε τα συγγράμματα Περί πυρετών, Περί σφυγμών και άλλα, που κανένα τους δεν διασώθηκε. Ίδρυσε την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”